- αἰγίπυρος
- αἰγίπῠρος, ὁ,A rest-harrow, Ononis antiquorum, Thphr.HP2.8.3, Theoc.4.25; αἰγίπυρον, τό, IG14.2508 ([place name] Nemausus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγίπυρος — αἰγίπυρος, ο (Α) ονομασία που έδινε ο Θεόφραστος πιθανώς στο είδος Ononis spinosa τού γένους Ονωνίς* … Dictionary of Greek
αἰγίπυρος — rest harrow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίπυρον — αἰγίπυρος rest harrow masc acc sg αἰγίπυρος rest harrow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίτεια — μελίτεια, ἡ (Α) μελισσοβότανο («αἰγίπυρος καὶ γνύζα καὶ εὐώδης μελίτεια», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + κατάλ. εια] … Dictionary of Greek